AmazingCounters.com

ΙΣΤΟΡΙΑ

Ιστορική Πορεία του Αγίου Όρους.

Η απαρχή του ιερού μοναχισμού επί του Άθωνος συνδέεται με την παρουσία δύο οσιακών μορφών: του οσίου Πέτρου του Αθωνίτου και του οσίου Ευθυμίου του Νέου. Οι πρώτοι αυτοί ησυχασταί έθεσαν τα θεμέλια της εν Αγίω Πνεύματι ασκήσεως και οργάνωσαν την μοναχική πολιτεία, ανοίγοντας οδόν εις την καλλιέργειαν του αθωνικού πνεύματος.

Σταθμός λαμπρός εις την πνευματικήν και διοικητικήν συγκρότησιν του Όρους υπήρξε ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης, όστις το έτος 963 ίδρυσε την Ιεράν Μονήν Μεγίστης Λαύρας, με την ευλογίαν και την ένθερμον υποστήριξιν του αυτοκράτορος Ιωάννου Τσιμισκή. Ούτος, διά του Τυπικού του (γραμμένου επί δέρματος τράγου), επικύρωσε το νέον πνευματικόν πολίτευμα του Όρους και την κοινοβιακήν αναδιοργάνωσιν.

Κατά το Τυπικόν του Τσιμισκή, ο Άθως αναφέρεται ως «Όρος», ονομασία η οποία ήτο πιθανώς η καθιερωμένη εις τους χρόνους εκείνους. Η χρήση του όρου «Άγιον Όρος» καθιερώνεται επισήμως κατά το πρώτον ήμισυ του 12ου αιώνος, όταν εις χρυσόβουλον του αυτοκράτορος Αλεξίου Α΄ του Κομνηνού, το έτος 1144, αναφέρεται ρητώς:

«Εφεξής το όνομα του Άθω καλείσθαι Άγιον Όρος παρά πάντων.»

Κατά την Βυζαντινή Περίοδον, ο Άθως γνωρίζει περίοδον ακμής. Η ησυχαστική ζωή ενισχύεται υπό των βασιλέων και πληθύνεται ο αριθμός των ασκούντων. Εις την περίοδον ταύτην, καθίσταται απαγορευτική η είσοδος γυναικών εις την Ιεράν Χερσόνησον, κανονισμός ο οποίος διατηρείται και εφαρμόζεται απαρεγκλίτως μέχρι σήμερον.

Κατά την Οθωμανικήν κυριαρχίαν, το Άγιον Όρος αντιμετωπίζει σοβαράς οικονομικάς δυσκολίας λόγω της επιβαλλομένης βαρείας φορολογίας. Πολλαί Μοναί ερημώνονται και αριθμοί μοναχών φθίνουν. Πλην όμως, εν μέσω των δυσκολιών, ιδρύεται η Αθωνιάς Σχολή (Αθωνιάδα Ακαδημία), φάρος πνευματικής καλλιεργείας, ένθα εδιδάχθησαν η θεολογία, η φιλοσοφία και η λογική. Μεταξύ των διαπρεπών διδασκάλων υπήρξαν ο Ευγένιος Βούλγαρης, ο Κοσμάς ο Αιτωλός και πλείστοι άλλοι.

Κατά την Επανάστασιν της Χαλκιδικής, το Άγιον Όρος υπέστη σκληράν δοκιμασίαν. Γυναικόπαιδα κατέφυγον εις τας Ιεράς Μονάς, πλην όμως οι στρατιωτικαί δυνάμεις των Οθωμανών επραγματοποίησαν σφαγάς και καταστροφήν θησαυρών ανεκτιμήτου πνευματικής και πολιτιστικής αξίας.

Στις 2 Νοεμβρίου 1912, με την χάριν του Θεού, το θωρηκτόν «Αβέρωφ» του Ελληνικού Ναυτικού απελευθερώνει το Άγιον Όρος, το οποίον έκτοτε ανήκει εις την επικράτειαν του ελληνικού κράτους, άνευ ουδεμίας διασαλεύσεως του πνευματικού του καθεστώτος.

Από την δεκαετίαν του 1970 και εξής, σημειώνεται αναγέννησις πνευματική εις την Ιεράν Χερσόνησον. Πλήθος ευλαβών ψυχών προσέρχονται εκ της οικουμένης, ζητούντες άσκησιν, μετάνοιαν και βίον ευαγγελικόν εις τούτον τον ζώντα πνευματικόν παράδεισον της Ορθοδοξίας.

Τὸ Πρῶτον Τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους – Ὁ λεγόμενος «Τράγος».

Εις τὸ Ἀρχειοφυλάκιον τοῦ Πρωτάτου Καρυῶν, φυλάσσεται ὡς πολυτίμητον κειμήλιον τῆς Ἁγιορειτικῆς Παραδόσεως, τὸ Πρῶτον Τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἔγγραφον ἐξαιρετικῆς σημασίας, ὑπογεγραμμένον ἰδιοχείρως ὑπὸ τοῦ βυζαντινοῦ αὐτοκράτορος Ἰωάννου Τσιμισκῆ καὶ τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου, θεμελιωτοῦ τῆς μοναστικῆς κοινοβιακῆς ζωῆς ἐν τῷ Ἄθωνι.

Τοῦτο τὸ ἱστορικὸν ἔγγραφον, ὡς ὑλικὸν φορεῖον, εἶναι γεγραμμένον ἐπὶ δέρματος τράγου, ὅθεν καὶ ἐπωνομάζεται «ὁ Τράγος». Ἀποτελεῖ τὴν πρωτογενεστέραν πηγήν τοῦ νομικοῦ καὶ διοικητικοῦ καθεστῶτος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ θεωρεῖται τὸ σεπτότερον ἔγγραφον τῆς Ἁγιορειτικῆς Πολιτείας.

Το Τυπικὸν τοῦ 972, ἐκδοθὲν ἐπὶ βασιλείας Ἰωάννου Τσιμισκῆ, ῥυθμίζει:

  • τὴν λειτουργίαν καὶ ἐξουσίαν τῆς κεντρικῆς διοικήσεως (τοῦ Πρώτου, τῶν ἀξιωματούχων τοῦ Πρωτάτου, καὶ τῆς Ἱερᾶς Συνάξεως τῶν Καρυῶν),

  • τὰς σχέσεις μεταξὺ μοναστικῶν κατηγοριῶν (ἀναχωρητῶν, κοινοβιακῶν κ.λπ.),

  • καὶ καθορίζει τὴν κανονικὴν ἐσωτερικὴν τάξιν τοῦ Ὄρους.

Ἐν αὐτῷ, ἔστω καὶ ἐὰν ἐκφράζεται σεβασμὸς πρὸς τοὺς ἀναχωρητικοὺς πατέρας, διαφαίνεται ὅμως σαφῶς ἡ καθιέρωσις τῆς κοινοβιακῆς ζωῆς ὡς προτιμωμένης μορφῆς μοναχικοῦ βίου, ἀντικαθιστῶν τὸν ἀτομικὸν ἠσυχασμὸν μὲ πνεῦμα κοινωνικῆς ὁμονοίας καὶ ἀδελφότητος.

Το Τυπικὸν τοῦ Τράγου παραμένει μέχρι σήμερον θεμέλιον νομικὸν καὶ ἱστορικὸν, ἐνσωματούμενον εἰς τὴν κανονικὴν ταυτότητα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, καὶ μαρτυρεῖ τὴν ἀρχαίαν ἐκείνην βουλὴν τῶν πατέρων, ὅπως ὁ τόπος οὗτος ᾖ «περιβόλαιον τῆς Θεοτόκου».

Όσιος Αθανάσιος ο εν Άθω

Άπολυτίκιον. Ηχος γ'. Την ωραιότητα.Την εν σαρκί ζωήν σου κατεπλάγησαν, Αγγέλων τάγματα, πώς μετά σώματος, προς αοράτους συμπλοκάς, έχώρησας άοίδιμε, και κατετραυμάτισας, των δαιμόνων τάς φάλαγγας. Όθεν Αθανάσιε, ό Χριστός σε ήμείψατο πλουσίαις δωρεαίς. Διό Πάτερ πρέσβευε, σωθήναι τάς ψυχάς ημών.


 Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος καὶ ἡ καθιέρωσις τοῦ Κοινοβιακοῦ Συστήματος

Ἀναμφισβητήτως, ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης ἀνεδείχθη ὁ μέγας διοργανωτὴς καὶ καθιδρυτὴς τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ ἐπὶ τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Δι' αὐτοῦ ἔλαβε ὁ Ἀθωνικὸς μοναχισμὸς ἔνθεον μορφὴν καὶ στερεὰν δομὴν, βασιζομένην εἰς τὰς παραδόσεις τῆς Ἀνατολικῆς Ἐκκλησίας.

Κατὰ τὴν ἄφιξίν του εἰς τὸν Ἄθωνα, ἡ κατάστασις τῶν ἀσκητῶν περιγράφεται ἐν τοῖς βίοις του μὲ βαρέα χρώματα. Οἱ μοναχοὶ διέμενον εἰς καλύβας κατασκευασμένας ἐκ ξύλων καὶ ἐπικάλυμμα χόρτων, εἰς συνθήκας ἔσχατης πενίας καὶ ἀνασφαλείας. Οὐκ ἤσχολούντο μὲ τὴν καλλιέργειαν τῆς γῆς, οὔτε εἶχον ὑποζύγια, καὶ ἡ τροφὴ αὐτῶν περιωριζόταν εἰς ἀγρίους καρποὺς τοῦ δάσους.

Ο Ὅσιος Ἀθανάσιος, διδαχθεὶς τὴν ἀληθινὴν κοινοβιακὴν τάξιν ὑπὸ τοῦ πνευματικοῦ του πατρὸς, Ὁσίου Μιχαὴλ Μαλεΐνου, εἰς τὸ Ὄρος Κυμινᾶ τῆς Βιθυνίας, ἐνεπιστεύθη ὅτι ἡ ἀναρχία, ἡ ἀπομόνωσις καὶ ἡ ἀσφάλεια ἐπὶ τοῦ Ἀθωνικῆς ἐρημίας δὲν ἐπέτρεπον τὴν συστηματικὴν ἄσκησιν, ἡ ὁποία ἀπαιτεῖ ὀργάνωσιν, καθοδήγησιν καὶ ὁμαδικὴν βιοτὴν ἐν Χριστῷ.

Ἐντός ἀνασφαλοῦς περιβάλλοντος, ὅπου οἱ Σαρακηνοὶ πειραταὶ ἐξ Ἐπαναστατημένου Χάνδακος (Ἀρχαίας Κρήτης) ἐλύμαινον τὴν χερσόνησον, οἱ ἀναχωρηταὶ ἔζων φοβισμένοι καὶ διεσπαρμένοι, ἀδυνατοῦντες νὰ βιώσουν τὴν ἐσωτερικὴν πειθαρχίαν τοῦ ἀνατολικοῦ κοινοβίου.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, βλέπων ἐν τούτοις ἀνυπέρβλητον πνευματικὸν δυναμικὸν, ἔθεσεν τὰ θεμέλια τῆς Ἁγιορειτικῆς Μοναστικῆς Πολιτείας, ἡ ὁποία μέχρι σήμερον ἀκτινοβολεῖ ἡσυχίαν, τάξιν, ἀδελφότητα καὶ Θεογνωσίαν.

Ἡ πνευματικὴ μαθητεία τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου – Κυμινὰ, Μαλέινος καὶ ἀρχαῖος ἀγών.

Κατὰ τὴν πρώτην φάσιν τῆς ἀσκητικῆς πορείας τοῦ, ὁ νεαρός τότε Αβραάμιος, ἐπισκέπτεται τὸ Ὄρος τοῦ Κυμινᾶ εἰς τὴν Βιθυνίαν, ὅπου ἐδίδαξεν ἄχρι τελευταίας πνοῆς ὁ περιώνυμος Ὅσιος Μιχαὴλ Μαλεϊνός. Ὁ Ὅσιος Μιχαήλ, γεννηθεὶς τὸ 894, ἐκάρη μοναχὸς τὸ 912 καὶ ἔκτοτε ἐγένετο πατὴρ πνευματικὸς πολλῶν, ἱδρύσας τὴν περιώνυμον Μονὴ τοῦ Κυμινᾶ τὸ 925.

Ὁ νεαρός Αβραάμιος, ὑπὸ τὴν καθοδήγησιν τοῦ Μιχαὴλ, ἔλαβε τὸ μοναχικὸν σχήμα καὶ ὠνομάσθη Ἀθανάσιος. Εἰς τέσσαρα μόλις ἔτη κατήντησεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ἀγῶνος, «πρὸς τὸ μέγα τῆς ἡσυχίας στάδιον», καὶ ἀνεχώρησεν εἰς ἰδιόρρυθμον καὶ ἡσυχαστικὸν τόπον, πλησίον τῆς Μονῆς Κυκλησῆς, διά νὰ συνεχίσει τὸν ἄθλον τῆς καθάρσεως καὶ τοῦ φωτισμοῦ.

Κατὰ ταύτην τὴν περίοδον, ἐπραγματοποιήθη συνάντησις τοῦ στρατηγοῦ τῶν Ἀνατολικῶν θεμάτων Νικηφόρου Φωκᾶ (ὑστεροτέρως αὐτοκράτορος τῆς Ρωμανίας) μετὰ τοῦ ἀδελφοῦ του Λέοντος, κατέχοντος τὸν τίτλον τοῦ μάγιστρου καὶ μετέπειτα κουροπαλάτου, εἰς τὴν σκήτην τοῦ Μιχαὴλ Μαλεϊνοῦ.

Κατὰ τὴν ἐπίσκεψιν ταύτην, ὁ Μιχαὴλ Μαλεϊνὸς ὡμολόγησεν ὅτι μεταδίδει εἰς τὸν Ἀθανάσιον "τὴν τῆς χάριτος διαδοχήν", φράσις ἡ ὁποία προεκάλει ταραχὰς καὶ δυσθυμίαν εἰς τοὺς ἄλλους μοναχοὺς τῆς συνοδείας, θεωροῦντας τὸν νέον ἔτι ἀδοκίμαστον.

Δι' ἀποφυγὴν προστριβῶν, ὁ Ἀθανάσιος ἀνεχώρησε μυστικῶς εἰς τὸν Ἄθωνα, ζητῶν ἄσκησιν ἐν ἀγνώστῳ τόπῳ καὶ ἐρημίᾳ. Ὅμως, μαθὼν ὅτι ὁ μάγιστρος Λέων ἀνεδείχθη "Μάγιστρος τῶν Σχολῶν τῆς Δύσεως", ἐφοβήθη μὴ γνωρισθῇ ἡ ταπεινὴ του ταυτότης, καὶ δι' αὐτὸ ἀλλοιώνει τὸ ὄνομά του ἀπὸ Ἀθανάσιος εἰς Βαρνάβας, καταφεύγων ἐν Ζυγῷ, πλησίον ἀσκητοῦ γέροντος, ὑποκρινόμενος τὸν ἀγράμματον δόκιμον.

Οὕτως, διὰ ταπεινώσεως καὶ σιωπῆς, προητοίμασε τὴν ἡγεμονικὴν αὐτοῦ ἀποστολὴν εἰς τὸν Ἀθωνικὸν κόσμον, καθιστᾶς ἑαυτὸν ἄξιον ὄργανον τῆς Θείας Προνοίας.

Νικηφόρος Φωκᾶς καὶ ὁ πνευματικὸς του δεσμὸς μὲ τὸν Ὅσιον Ἀθανάσιον

Νικηφόρος Φωκᾶς, ἀφ' οὗ ἀνέλαβε τὴν ἀρχὴν πάσης τῆς Ἀνατολῆς, εἶχε πάντοτε ἐν τῇ καρδίᾳ του βαθεῖαν τιμὴν καὶ ἐκτίμησιν διὰ τὸ πρόσωπον τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου, τοῦ ἀνεψιοῦ τοῦ πνευματικοῦ του πατρὸς Μιχαὴλ Μαλεϊνοῦ. Ὑποψιαζόμενος ὅτι ὁ Ἀθανάσιος κρύπτεται κάπου εἰς τὸν Ἄθωνα, ἀπευθύνει ἐπιστολὴν πρὸς τὸν Κριτὴν τοῦ Θέματος Θεσσαλονίκης, ὁ ὁποῖος μετὰ σειράς ἐνεργειῶν ἔρχεται εἰς συνεννόησιν μετὰ τοῦ Πρώτου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, Στεφάνου.

Διὰ σειράς γεγονότων, τελικῶς ἀνεκαλύφθη ὁ Ἀθανάσιος – ὁ ὁποῖος ἐκείνη τὴν ἐποχὴ ἐκάλει ἑαυτὸν Βαρνάβανκατὰ τὴν ἐτήσιον σύναξιν τοῦ Πρωτάτου. Ἡ ταπείνωσις τοῦ ἀνδρὸς τούτου εἶχεν ἤδη προσελκύσει πλῆθος ἀσκητῶν καὶ μοναχῶν, οἵτινες εἶχον πληροφορηθῇ τὴν ἀγιότητα καὶ πνευματικὴν του δύναμιν.

Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ μάγιστρος Λέων Φωκᾶς, ἀδελφὸς τοῦ Νικηφόρου, μετὰ τὴν νίκην του κατὰ τῶν Σκυθῶν νομάδων (Οὔγγρων) τὰ ἔτη 958–959, ἀνεβαίνει εἰς τὸν Ἄθωνα ἵνα συναντήσῃ τὸν Ἀθανάσιον.

Ὁ Ὅσιος, βλέπων τὴν ἀθρόαν προσέλευσιν ψυχῶν, ἀνεχώρησεν εἰς τὸ ἀκρωτήριον Μελανά, ἐπιδιώκων ἡσυχίαν καὶ ἀποφυγὴν προβολῆς. Ὅμως, οὐκ ἤδη παρέρχεται χρόνος, καὶ μήνυμα ἀφικνεῖται ἐκ Κρήτης· ὁ στρατηγὸς Νικηφόρος Φωκᾶς, ἐπικεφαλὴς τῆς ἐκστρατείας ἐναντίον τῶν Ἀγαρηνῶν πειρατῶν, παρακαλεῖ τὸν Ἀθανάσιον νὰ μεταβῇ εἰς τὸ νησί, καὶ νὰ βοηθήσῃ πνευματικῶς καὶ πρακτικῶς.

Οἱ Ἀθωνῖται συμβουλεύουν ἐντόνως τὸν Ὅσιον νὰ μεταβῇ, διότι πλῆθος συνασκητῶν εἶχον αἰχμαλωτισθῇ ὑπὸ τῶν Σαρακηνῶν. Ὅταν καταφθάνει ὁ Ἀθανάσιος εἰς Κρήτην, ἡ νίκη ἤδη εἶχεν ἐπιτευχθῇ ὑπὸ τοῦ ἐνδόξου στρατηγοῦ.

Κατὰ τὴν παραμονὴν ἑνὸς ἐτους εἰς τὴν νῆσον, ὁ Νικηφόρος ἐκφράζει τὴν βαθιὰν ἐπιθυμίαν του νὰ μονάσῃ, καὶ παραχωρεῖ πᾶσαν διευκόλυνσιν εἰς τὸν Ὅσιον Ἀθανάσιον διὰ νὰ ἰδρύσῃ κοινοβιακὴν Μονὴν συμφώνως με τὰς ἀσκητικὰς παραδόσεις τοῦ Ἀνατολικοῦ μοναχισμοῦ.

Οὕτως ἐτέθησαν τὰ θεμέλια τῆς Μεγίστης Λαύρας, ἡ ὁποία μέχρι σήμερον παραμένει πρωτόθρονος καὶ κεφαλή τῆς Ἁγιορειτικῆς μοναστικῆς πολιτείας.

Ἡ ἴδρυσις τῆς Μεγίστης Λαύρας – Ὁ ἀγὼν καὶ ἡ κλήσις τοῦ Οσίου.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ὁ Ἀθωνίτης, ἐν έτει 961, ἀρχίζει διὰ μεγάλων κόπων τὴν ἴδρυσιν τῆς Μεγίστης Λαύρας, εἰς τόπον ὃν ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς εἶχεν ὑποσχεθῇ ὡς τόπον μετανοίας καὶ ἀναχωρήσεως. Τὸ ἔτος τοῦτο κοιμᾶται καὶ ὁ πνευματικὸς πατὴρ τοῦ Ὁσίου, ὁ Ὅσιος Μιχαὴλ Μαλεϊνός, μεγάλος ἀσκητὴς καὶ ἡσυχαστής, ὃς εἶχεν εἰσαγάγει τὸν νεαρὸν τότε μοναχὸν εἰς τὸ μέγα τῆς ἀσκήσεως στάδιον.

Τὴν 16ην αὐγούστου τοῦ 963, ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς στέφεται βασιλεὺς τῶν Ρωμαίων. Ὁ Ἀθανάσιος, βλέπων το βάρος τῆς ἐπιγείου δόξης καὶ ἀισθανόμενος ἐσωτερικὴν πάλην, ἐγκαταλείπει προσωρινῶς τὸ ἔργον τῆς Λαύρας καὶ ἀναχωρεῖ εἰς Κύπρον.

Οὐ διήρκησεν ὅμως πολὺ ἡ ἀπουσία του· διὰ ἱκεσιῶν τοῦ αὐτοκράτορος, τῆς ἐκ νέου ὁμολογίας τοῦ Νικηφόρου ὅτι ἐπιθυμεῖ να μονάσῃ, καὶ διὰ γενναίας βασιλικῆς δωρεᾶς, ἐπείσθη ὁ Ὅσιος νὰ ἐπιστρέψῃ καὶ νὰ συνεχίσει τὸ ἔργον τῆς οἰκοδομῆς.

Ἐγκαθιδρύει περὶ τὸ καθολικόν:

  • κελλία μοναχῶν

  • μαγειρεῖον, τράπεζαν, νοσοκομεῖα, ξενῶνας

  • ὑδραγωγεῖον καὶ μύλον,

ἐνισχυόμενος ἐκ παντὸς μέρους ὑπὸ ἐπικαλουμένων μοναχῶν, οἵτινες συνέρρεον ἐκ τῆς Ἀνατολῆς καὶ τῆς Ἑλλάδος, ἵνα συμμετάσχωσιν εἰς τὴν νέαν πνευματικὴν κιβωτόν, τὴν Μονὴν ταύτην, ἣν ὁ αὐτοκράτωρ αὐτός ὑπεσχέθη νὰ ἐνδυθῇ καὶ ὡς συμμοναστής.

Εἰς τὸ Τυπικόν τῆς ἱδρύσεως τῆς Λαύρας, ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐξομολογεῖται τὸ μέγεθος τῶν κόπων καὶ τῶν δυσκολιῶν τῆς ἔργου:

«Ὅσους δὲ κόπους καὶ συντριβὰς πεπόνθαμεν, καὶ πειρασμοὺς καὶ ταλαιπωρίας ὑπομεμενήκαμεν, καὶ δόσεις ἐξόδων καταβεβλήμεθα, εἰς τε λατομίας καὶ κατορύξεις, καὶ χωμάτων καὶ λίθων ἐκφόρησιν, καὶ φυτῶν καὶ θάμνων καὶ δένδρων ἐκτομὴν καὶ ἔκσπασιν, πρὸς τὸ δεῖμασθαι τὸν ἅγιον τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου ναόν, τὴν τε τῆς Λαύρας ἅπασαν κατασκήνωσιν…»

Ταῦτα πάντα ἐπιμαρτυροῦσι τὸ μέγεθος τῆς πίστεως, τῆς ταπεινώσεως καὶ τοῦ ζήλου τοῦ Ὁσίου, ὃς οὐκ ἤλθε νὰ χτίσῃ μόνον λίθινον οἶκον, ἀλλὰ νὰ στερεώσῃ πνευματικὸν Παράδεισον εἰς τὴν χερσόνησον τοῦ Ἄθωνος, εἰς δόξαν Θεοῦ καὶ τῆς Υπεραγίας Θεοτόκου. 

Ἰωάννης Τσιμισκὴς καὶ τὸ νέο Τυπικὸν τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Μετὰ τὴν δολοφονίαν τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ (11 Δεκεμβρίου 969), ἀνακινήθη ἔντονος ἐχθρότης ἐναντίον τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου τοῦ Ἀθωνίτου. Οἱ ἐχθροί του, οἱ σκανδαλισθέντες ἐκ τῆς οικοδομικῆς του δραστηριότητος, κατηγόρησαν τὸν Ὅσιον πρὸς τὸν νέον βασιλέα, Ἰωάννην Τσιμισκὴν, ὅτι ἀλλοιώνει τὸν χαρακτῆρα τῆς ἁγιορειτικῆς παραδόσεως:

«Οἰκοδομὰς γὰρ ἀνήγειρε πολυτελεῖς, καὶ πύργους καὶ λιμένας ἐνήργησεν· ἐπιρροὰς τε ὑδάτων κατήγαγε, καὶ ζεῦγη βοῶν ὠνήσατο· εἰς κόσμον ἤδη τὸ Ὄρος μετεποίησεν· ἀγροὺς καὶ καρποὺς γεννήματος ἐποίησεν... παρὰ τὸν νόμον τὸν παλαιὸν, καὶ ἤθη ἀνατρέπει...»

Ἐκ τῆς περιγραφῆς ταύτης διαφαίνεται ἡ σταθερὰ τάνυσις ἡ ὑπάρχουσα ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἐπὶ τοῦ Ὄρους μεταξὺ ἀναχωρητικοῦ ἀσκητισμοῦ (ὡς ἐπροσωπεῖτο τότε ὑπὸ τοῦ Παύλου τοῦ Ξηροποταμηνοῦ) καὶ οἰκονομημένου κοινοβιακοῦ βίου, καθ' ὅ πρότυπον ἐγένετο ὁ Ἀθανάσιος.

Ἐπιθυμῶν ὁ αὐτοκράτωρ νὰ θεμελιώσῃ νέαν τάξιν, ἀπέστειλε εἰς τὸ Ὄρος τὸν Εὐθύμιον, ἡγούμενον τῆς Μονῆς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Στουδίου. Ὁ Ἐκλεκτός οὗτος ἀνὴρ συγκέντρωσε τοὺς ἡγουμένους ἐν τῷ ναῷ τοῦ Πρωτάτου, ὅπου ἐτέθησαν αἱ βάσεις τοῦ νέου Τυπικοῦ.

Κατὰ τὰ ἔτη 971/972, ἐκδόθη τὸ περίφημον Τυπικὸν, ὃ ἐπικυρώθη διὰ χρυσόβουλλου λόγου τοῦ βασιλέως Ἰωάννου Τσιμισκῆ. Ἐπρόκειτο διὰ την σεπτήν περγαμηνήν, ἔγγραφον γεγραμμένον ἐπὶ δέρματος τράγου, ὅθεν καὶ ἐκλήθη «ὁ Τράγος», φυλασσόμενον μέχρι σήμερον ἐν τῷ Ἀρχειοφυλακίῳ τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος Καρυῶν. Διαστάσεις αὐτοῦ: 0,3165 × 0,485 μ., καθιστῶν αὐτὸ τὸ παλαιότερον σωζόμενον αὐτοκρατορικὸν ἔγγραφον τοῦ Ἁγίου Ὄρους.

Ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος, στηριζόμενος στὰς διατάξεις τοῦ Ὁσίου καὶ Ὁμολογητοῦ Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, συνέταξε Τυπικὸν διὰ τὴν Λαύραν, ὃ ἐγένετο ὑπόδειγμα διὰ τὰς λοιπὰς Μονὰς. Πλαισίωσε τὸ Τυπικὸν τοῦ μὲ «Διατύπωσιν» καὶ «Ὑποτύπωσιν», ὅπου ὡρίσθησαν:

  • αἱ Λειτουργικαὶ ἀκολουθίαι,

  • τὰ γεύματα,

  • ἐσωτερικὸς κανονισμὸς τοῦ κοινοβίου,

  • καὶ ἡ καθ' ἡμέραν μοναχικὴ τάξις.

Οὕτως, ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος ἐστερέωσε νομικῶς, κανονικῶς καὶ πνευματικῶς τὴν Ἁγιορειτικὴ Πολιτείαν, ὁρίζων ἐκ τοῦ φωτισμοῦ τοῦ Θεοῦ τὸ πολίτευμα, τὴν ἱεραρχίαν, καὶ τὴν καθημερινὴν ἀναστροφήν τῶν μοναχῶν ἐν πνεύματι μετανοίας, ταπεινώσεως καὶ ἡσυχίας.

Η υλική στήριξις της Μεγίστης Λαύρας – Δωρεαί, προστασία και ευλογία

Ἐκ τῆς ἀρχῆς τῆς ἱδρύσεώς της, ἡ Ἱερὰ Μονὴ Μεγίστης Λαύρας ἔλαβεν πλουσίαν βασιλικὴν πρόνοιαν ἐκ μέρους τοῦ αὐτοκράτορος Νικηφόρου Φωκᾶ, ὁ ὁποῖος τὴν προίκισε μερίδι καὶ ἀπὸ τὰς κρατικὰς προσόδους, καὶ τῆς ἐχάρισεν μετόχια πολλά, τίμια λείψανα καὶ ἔργα τέχνης ἐκκλησιαστικῆς.

Μετὰ τὴν τραγικὴν δολοφονίαν τοῦ Νικηφόρου ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων τοῦ διαδόχου του Ἰωάννου Τσιμισκῆ, ὁ Ὅσιος Ἀθανάσιος δὲν ἐπιθυμοῦσε νὰ μεταβῇ ἐκ νέου εἰς τὴν Κωνσταντινούπολιν, καίτοι ἡ Μονὴ εἴχε ἀνάγκην προστασίας.

Ἀντ' αὐτοῦ, ἀπέστειλε τὸν μαθητήν του, Ἰωάννην τὸν Ἴβηρα, ἄνδρα εὐλαβῆ καὶ ἔμπιστον, ὃς ἦτο πατριώτης τοῦ νέου αὐτοκράτορος Τσιμισκῆ, ἵνα ζητήσει προστασίαν διὰ τὴν Λαύραν.

ἀποστολὴ ἐστέφθη μετὰ μεγάλης ἐπιτυχίας· ὁ αὐτοκράτωρ Ἰωάννης ἀνεγνώρισε τὴν πνευματικὴν σπουδαιότητα τοῦ μοναστηρίου καὶ ἐνίσχυσε τὰ δικαιώματά του, με ἀποτέλεσμα τὸν διπλασιασμὸν τῶν εἰσοδημάτων τῆς Μονῆς.

Ἐπιπλέον, ὁ μετέπειτα βασιλεὺς Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος ἐπλούτισε τὴν περιουσίαν τῆς Λαύρας με πλῆθος ἀγρῶν καὶ κτημάτων, τόσον ἐν Χαλκιδικῇ, ὅσον καὶ ἐντός τοῦ Ἀθωνικῶν ὁρίων.

Καθ' ὅλον τὸν Μεσαίωνα, τὰ κτήματα τῆς Μονῆς πολλαπλασιάσθησαν, είτε διὰ βασιλικῶν χρυσοβούλλων, είτε διὰ ἀφιερωμάτων καὶ διαθηκῶν ἰδιωτῶν πιστῶν, ὧν ἡ εὐλάβεια ἐτελεσιούργει τὴν οἰκοδόμησιν καὶ τὴν διατήρησιν τῆς μοναχικῆς πολιτείας.

Ἡ κοίμησις τοῦ Ὁσίου Ἀθανασίου – Ὁ ἔνθεος ἀρχιτέκτων τοῦ Ἀθωνικῆς Πολιτείας

ἴδρυσις καὶ λειτουργία τῆς Μεγίστης Λαύρας ἀποτελεῖ μεγαλειώδη σταθμὸν εἰς τὴν ἱστορίαν τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ἀπὸ τὴν ἱδρυτικὴν ταύτην στιγμήν, τὰ ταπεινὰ ψαθοκάλυβα τῶν ἀναχωρητῶν ἀντικαθίστανται ὑπὸ «εὐκτηρίων οἴκων», με σταθερὰ θεμέλια, λειτουργικὴν διάταξιν καὶ πνευματικὴν ἐνότητα.

Ὅσιος Ἀθανάσιος, ὡς ἔμπειρος καὶ ὁραματιστὴς οἰκονόμος, ἐπεβλέπετο προσωπικῶς ἑκάστην λεπτομέρειαν τῆς διοικητικῆς, λειτουργικῆς καὶ τεχνικῆς διαρρυθμίσεως τῆς Μονῆς. Οὐδὲν ἐγένετο ἄνευ τῆς γνώμης καὶ εὐλογίας του.

ὑπερβολικὴ κόπωσις ἐκ τῆς ἀσυγκρίτου του μερίμνης ἀπέβη μοιραία διὰ τὴν σωματικὴν του ὑγείαν. Ἐν ἑνὶ τοῖς ἔργοις τῆς ἀνοικοδομήσεως τοῦ Καθολικοῦ, ἀνέβη εἰς τὴν τεκτονικὴν κλίμακα, ἵνα παρακολουθήσῃ τὴν πρόοδον. Ὅμως, συνεκρημνίσθη μετὰ τῶν μαΐστορων καὶ ἡ ἁγία του ψυχὴ ἀνεπαύθη ἐν Κυρίῳ, τῇ 5ῃ Ἰουλίου τοῦ ἔτους 1000.

Ἐκοιμήθη ὡς ἀληθινὸς πνευματικὸς ἀρχιτέκτων· οὐ μόνον τοῦ ναοῦ τῆς Λαύρας, ἀλλὰ καὶ ὅλου τοῦ πνευματικοῦ ἰδρύματος τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Τὸ ἔργον του ζῇ ἐν ταῖς καρδίαις τῶν μοναστῶν, τῶν προσκυνητῶν, καὶ τῶν ἐραστῶν τῆς ἡσυχίας ἀπὸ γενεᾶς εἰς γενεάν.


Ταις αυτού αγίαις πρεσβείαις και της Πανάχραντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον και σώσον ημάς.

Κάντε μια Δωρεά για την συντήρηση της σελίδας και του Μετεωρολογικού Σταθμού.